- κατισχνώ
- (I)κατισχνῶ, -άω και -έω (Α) [κάτισχνος]κατισχναίνω*.————————(II)κατισχνῶ, -όω (AM)[κάτισχνος]φθείρω, κατατρίβωαρχ.1. κάνω κάτι σαφές2. εξαγνίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγκατισχνούμαι — όομαι, Α μαραίνομαι μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατισχνῶ (ΙΙ) «φθείρω»] … Dictionary of Greek